- προλάκκιον
- προλάκκιον, τό,A ante-chamber, Arist.PA675a13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προλάκκιον — τὸ, Α μικρός λάκκος ο οποίος βρίσκεται πριν από άλλο μεγαλύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λάκκος + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
προλακκίοις — προλάκκιον ante chamber neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)